ορθοπληξ

ορθοπληξ
    ὀρθοπλήξ
    ὀρθο-πλήξ
    -πλῆγος adj. поднимающийся на дыбы
    

(ἵππος Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ορθοπληξ" в других словарях:

  • ορθοπλήξ — ὀρθοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) (για ίππο) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὀρθὸς αἰρόμενος καὶ πλήττων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πληξ, ῆγος (< πλήσσω), πρβλ. θεο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • ὀρθόπληξ — ὀρθοπλήξ rearing masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»